Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπνίγω [katapníγo] -ομαι Ρ αόρ. κατέπνιξα, απαρέμφ. καταπνίξει, παθ. αόρ. καταπνίγηκα και καταπνίχτηκα, απαρέμφ. καταπνιγεί και καταπνιχτεί, μππ. καταπνιγμένος : 1. εμποδίζω μια εξέγερση ή μια άλλης μορφής αντίδραση να εκραγεί, να αναπτυχθεί ή να επικρατήσει· καταστέλλω: Δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν την επανάσταση του λαού. H ανταρσία καταπνίγηκε (στο αίμα) από τις κυβερνητικές δυνάμεις. 2. δεν αφήνω να εκδηλωθεί ένα συναίσθημά μου, το ελέγχω απόλυτα· πνίγωII1: Kατέπνιξε την οργή του και δέχτηκε το συμβιβασμό. Δεν μπορούσε να καταπνίξει τον πόνο του / τα δάκρυά του. ~ τη φωνή της συνείδησής μου.
[λόγ. < αρχ. καταπνίγω `πνίγω, σβήνω΄ & σημδ. γαλλ. étouffer]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπνίγω.
-
- Πνίγω· πιέζω, αποκλείω ασφυκτικά:
- (Δούκ. 1997).
[αρχ. καταπνίγω. Η λ. και σήμ.]
- Πνίγω· πιέζω, αποκλείω ασφυκτικά: