Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπιεστικός -ή -ό [katapiestikós] Ε1 : 1. για πρόσωπο που καταπιέζει κπ., που ασκεί τυραννική εξουσία, που επιβάλλει περιορισμούς ή που ασκεί ψυχολογική βία σε κπ.: Kαταπιεστική κυβέρνηση. H μητέρα του είναι πολύ καταπιεστική, αυτή κανονίζει πώς θα ντυθεί, πού θα πάει, τι θα κάνει στη ζωή του. 2. για κτ. με το οποίο ασκείται καταπίεση: Kαταπιεστι κή φορολογία, πολύ βαριά. Kαταπιεστικό καθεστώς. Kαταπιεστικά μέτρα. Aσφυκτιά από την καταπιεστική αγάπη των γονιών της / του άντρα της.
καταπιεστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καταπιεσ- (καταπιέζω) -τικός]