Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπιέζω [katapiézo] -ομαι Ρ2.1 : 1. επιβάλλω, σε ένα λαό ή σε μια ομά δα πολιτών, μέτρα που περιορίζουν ή καταργούν τις ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα που είναι κατοχυρωμένα στις δημοκρατικές και ευνομούμενες κοινωνίες: Tα δικτατορικά καθεστώτα καταπιέζουν τους λαούς. Οι θρησκευτικές ή εθνικές μειονότητες συχνά καταπιέζονται από την κρατική νομοθεσία ή αυθαιρεσία. H γυναίκα έζησε επί αιώνες καταπιεσμένη. Kαταπιεστές και καταπιεζόμενοι. 2α. επιβάλλω, με πιεστικό ή και με βίαιο τρόπο, τη θέλησή μου στους ανθρώπους με τους οποίους ζω μαζί ή συνεργάζομαι: Ο πατέρας του ήταν πολύ αυταρχικός και τον καταπίεζε. Kαταπιέζει τη γυναίκα του / τα μικρότερα αδέρφια της / τους υφισταμένους του. Kαταπιεσμένος από τη γυναίκα του ξεσπάει στο εργασιακό του περιβάλλον. || εκδηλώνω σε κπ. την αγάπη μου και το ενδιαφέρον μου με τέτοιον τρόπο, ώστε να του περιορίζω την πρωτοβουλία και την ανεξαρτησία: Mη με καταπιέζεις, άφησέ με να ντυθώ όπως θέλω / να πάω όπου θέλω. β. (μτφ.) για κτ. που δημιουργεί συνθήκες δυσάρεστες και περιοριστικές για την ελεύθερη και άνετη διαβίωση του ανθρώπου: Οι σύγχρονες πόλεις μάς καταπιέζουν.
[λόγ. < ελνστ. καταπιέζω `πιέζω δυνατά΄ σημδ. γαλλ. opprimer]