Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπιάνομαι [katapxánome] Ρ αόρ. καταπιάστηκα, απαρέμφ. καταπιαστεί : αρχίζω να ασχολούμαι με κτ.: Kαταπιάνεται με πολλές δουλειές ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τις τελειώσει. || ασχολούμαι με κτ.· καταγίνομαι: Kαταπιάνεται με την κηπουρική / με τη ζωγραφική / με τη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών.
[μσν. καταπιάνομαι < κατα- πιάνομαι]