Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπαύω [katapávo] Ρ αόρ. κατέπαυσα, απαρέμφ. καταπαύσει : παύω, σταματώ (κτ.) εντελώς ή και οριστικά, κυρίως για κτ. δυσάρεστο: Aκόμη δεν κατέπαυσε ο θόρυβος από το ένα σκάνδαλο και δημιουργήθηκε και άλλο. Γίνονται διαπραγματεύσεις για να καταπαύσουν οι εχθροπραξίες. || (λόγ.): Iσχυρά φάρμακα που καταπαύουν τους πόνους.
[λόγ. < αρχ. καταπαύω `βάζω τέλος΄ & σημδ. γαλλ. cesser]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπαύω· καταπαύγω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Παύω, σταματώ, τελειώνω:
- (Χειλά, Χρον. 357)·
- β) καταπραΰνω:
- (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 255).
- α) Παύω, σταματώ, τελειώνω:
- 2) Καταργώ:
- (Ιστ. Ηπείρ. XXXI7‑8).
- 3) Ηρεμώ, γαληνεύω κάπ.:
- τον έστειλε ο πάπας …, διά να καταπάψει τους αιρετικούς (Χρον. σουλτ. 9620).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Παύω, σταματώ, τελειώνω:
- Εκατέπαυσεν ημέρα και η νυξ ήλθεν αυτίκα (Ερμον. Φ 317).
- 2)
- α) Αναπαύομαι, ξεκουράζομαι:
- να καταπαύσεις από τον κόπον της οδού και της μεγάλης καύσης (Παϊσ., Ιστ. Σινά 289)·
- β) ησυχάζω, γαληνεύω· ειρηνεύω:
- έκαμε τον λαόν και εκατάπαυσε ώστε να φέρει απόκρισιν (Σουμμ., Ρεμπελ. 181).
- α) Αναπαύομαι, ξεκουράζομαι:
- 3) Φθάνω:
- εις αγκάλας δε τας σας προς ώραν καταπαύσαι; (Διγ. Gr. 664).
- 1) Παύω, σταματώ, τελειώνω:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Ειρηνεύω, ησυχάζω:
- να κάμουνε τες σύβασες και να καταπαυτούνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4666).
- 2) Παύω, θεραπεύομαι:
- ίνα … ο ρευματισμός καταπαύηται (Ιερακοσ. 40913‑4).
- 1) Ειρηνεύω, ησυχάζω:
[αρχ. καταπαύω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.