Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπατώ [katapató] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. καταλαμβάνω αυθαίρετα ξένη εδαφική έκταση, κυρίως με τη μέθοδο της τμηματικής και συγκαλυμμένης χρησιμοποίησής της: Ο γείτονάς μου καταπάτησε ένα μέρος από το χωράφι / το οικόπεδό μου. Tον συνέλαβαν γιατί πουλούσε ως οικόπεδα καταπατημένες εκτάσεις του δημοσίου. β. (μτφ.) παραβιάζω. β1. στερώ από κπ. ένα αναγνωρισμένο δικαίωμά του: Tα ολοκληρωτικά καθεστώτα καταπατούν τις ατομικές ελευθερίες. Kαταπατούνται τα δικαιώματα της μειοψηφίας. β2. αθετώ ή παραβαίνω κτ.: Kαταπάτησε τους όρκους και τις υποσχέσεις του. Kαταπατήθηκαν οι αποφάσεις του ΟHΕ. 2. πατώ κπ. ή κτ. επανειλημμένα και με δύναμη· τσαλαπατώ, ποδοπατώ.
[λόγ. < αρχ. καταπατῶ `ποδοπατώ΄ σημδ. γαλλ. empiéter]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπατώ.
-
- 1) Ποδοπατώ:
- να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια (Ανακάλ. 64).
- 2) (Μτβ. και αμτβ.) κατασκοπεύω, εξερευνώ:
- (Χρον. Τόκκων 779)·
- ίνα καταπατήσουσιν την νύκτα εις το κάστρο (Χρον. Τόκκων 284).
- 3) Εξοντώνω, συντρίβω· κυριεύω, καταστρέφω:
- καταπάτησε τα φουσσάτα του Πώρου (Διήγ. Αλ. G 28621)·
- μέλλουσι καταπατήσαι πάσαν την Δύσιν (Έκθ. χρον. 824).
- 4) Παραβιάζω:
- οικίας Εβραίων … κατεπάτησαν (Ιστ. πολιτ. 6815-6).
- 5) Καταδυναστεύω:
- σπαχήδες έχω αφέντες μου και με καταπατούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5724).
- 6)
- α) Παραβαίνω κ., αθετώ· περιφρονώ:
- πίστιν την ορθόδοξον να την καταπατούσιν; (Ιστ. Βλαχ. 2528)·
- ποσώς δεν μας εμέτρησες κι εκατεπάτησές μας (Ιστ. Βλαχ. 1002)·
- β) παραβλέπω:
- τα όσα σου εκάμαμεν να τα καταπατήσεις (Διγ. O 910).
- α) Παραβαίνω κ., αθετώ· περιφρονώ:
[αρχ. καταπατέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ποδοπατώ: