Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπίστευμα το [katapístevma] Ο49 : (νομ.) κληροδότημα που εμπιστεύεται ο διαθέτης σε έναν προσωρινό κληρονόμο, για να μεταβιβαστεί ύστερα από ορισμένο χρόνο ή από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός στον οριστικό κληρονόμο. || (σε επιστημονικό λόγο) ό,τι εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον: H εξουσία πρέπει να ασκείται ως ~ του λαού.
[λόγ. < ελνστ. καταπιστεύ(ω) `εμπιστεύομαι΄ -μα απόδ. νλατ. fideicommissium]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπιστευματοδόχος ο [katapistevmatoδóxos] Ο18 : (νομ.) άτομο στο οποίο μεταβιβάζεται από τον προσωρινό κληρονόμο ένα περιουσιακό στοιχείο.
[λόγ. καταπιστευματ- (καταπίστευμα) -ο- + -δόχος απόδ. λατ. fiduciarius]