Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπίεση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπίεση η [katapíesi] Ο33 : η ενέργεια του καταπιέζω. 1. επιβολή ανελεύθερων μέτρων σε ένα λαό ή σε μια ομάδα πολιτών: Πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στα βουνά, γιατί δεν μπορούσαν να υπομείνουν την ~ του κατακτητή. H ~ των εγχρώμων από τους λευκούς. Aσκείται στους πολίτες κρατική ~ με την επιβολή άδικης και βαριάς φορολογίας. 2α. επιβολή της θέλησής μου σε πρόσωπα του περιβάλλοντός μου, με αυταρχικότητα ή και με άσκηση βίας: Σε παλαιότερες εποχές η ~ των παιδιών και των γυναικών από τους άντρες ήταν γενικός κανόνας. || περιορισμός της ανεξαρτησίας ενός ατόμου, που είναι αποτέλεσμα υπερβολικής αγάπης και υπερπροστατευτικής συμπεριφοράς: Δεν αντέχει την ~ των γονιών του που τον παρακολουθούν και τον συμβουλεύουν συνεχώς. β. (μτφ.) η αρνητική επίδραση που ασκεί κτ. στην άνετη και ανθρώπινη διαβίωση ενός ατόμου.

[λόγ. < ελνστ. καταπίε(σις) `πίεση΄ -ση σημδ. γαλλ. oppression]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες