Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπέφτω [katapéfto] Ρ αόρ. κατάπεσα, απαρέμφ. καταπέσει, μππ. καταπεσμένος : παρουσιάζω μείωση των σωματικών μου δυνάμεων, χάνω τη ζωτικότητά μου, κυρίως για άτομο μεγάλης ηλικίας: Ο πατέρας μου κατάπεσε πολύ τον τελευταίο καιρό. Είχα καιρό να τον δω και μου φάνη κε πολύ καταπεσμένος.
[μσν. καταπέφτω `περιέρχομαι σε μια κατάσταση΄ < αρχ. καταπίπτω `πέφτω χάμω΄ κατά την εξέλ. πίπτω > πέφτω (διαφ. το μσν. καταπέφτω `επιτίθεμαι΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπέφτω.
-
- Α´ (Αμτβ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταλήγω:
- κατέπεσεν εις έρωταν (Λίβ. N 2332).
- Β´ Μτβ.
- 1) Επιτίθεμαι εναντίον κάπ.:
- (Βέλθ. 229).
- 2) Πολιορκώ:
- (Θρ. Κων/π. (Mich.) 94).
- 3) «Πολιορκώ» κάπ., πλησιάζω κάπ. επίμονα:
- Τόσοι μ’ εκαταπέσασιν πιττάκια να με δώσουν (Απόκοπ. 481).
- 1) Επιτίθεμαι εναντίον κάπ.:
[<καταπίπτω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Α´ (Αμτβ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταλήγω: