Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπέτασμα το [katapétazma] Ο49 : α. παραπέτασμα που χωρίζει το άδυτο στους εβραϊκούς ναούς: Tο ~ του ναού. ΦΡ (εκκλ.) το ~ του ουρα νού, ο ουράνιος θόλος. β. στη ΦΡ τρώω το ~: α. τρώω υπερβολικά: Στις γιορτές φάγαμε το ~. Aυτός τρώει το ~. β. για κπ. που κάνει μεγάλες οικονομικές καταχρήσεις: Έφαγε το ~ όταν ήταν ταμίας.
[α: λόγ. < ελνστ. καταπέτασμα· β: αρχ. καταπέτασμα `κάλυμμα τραπεζιού΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπέτασμα το.
-
- 1) Πανί που καλύπτει κ.:
- (Ιερακοσ. 49227).
- 2) Ύφασμα που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό:
- (Ντελλαπ., Στ. θρην. 430).
[μτγν. ουσ. καταπέτασμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πανί που καλύπτει κ.: