Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπάτηση η [katapátisi] Ο33 : η ενέργεια του καταπατώ. 1. αυθαίρετη κατάληψη, σφετερισμός εδαφικής έκτασης: Mε τη μέθοδο της καταπάτησης έχει αποκτήσει δεκάδες στρέμματα του δημοσίου. 2. (μτφ.) παραβίαση. α. στέρηση, αφαίρεση ενός αγαθού: H χωρίς δίκη φυλάκιση αποτελεί ~ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. β. αθέτηση, παράβαση: ~ συμφωνίας. ~ των αρχών του δικαίου.
[λόγ. < ελνστ. καταπάτη(σις) `ποδοπάτημα΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. της λ. καταπατώ]