Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπάνω [katapáno] & κατεπάνω [katepáno] επίρρ. τοπ. : κατευθείαν πάνω σε κπ. ή σε κτ.: Tρέξαμε ~ του. Έπεσε ~ στον τοίχο. || για να δηλώ σουμε κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε ~ του. || προς τα πάνω, κατά πάνω*.
[μσν. καταπάνω, κατεπάνω < κατα- απάνω, επάνω με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπάνω, επίρρ.,
- βλ. κατεπάνω.