Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταξοδεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταξοδεύω [kataksoδévo] -ομαι Ρ5.2 : α. (για πργ.) ξοδεύω κτ. εντελώς, συνήθ. αλόγιστα: Kαταξόδεψε την περιουσία του στα καζίνα. Kαταξοδεύτηκαν εκατομμύρια σε έργα μη παραγωγικά / βιτρίνας. β. (για πρόσ.) κάνω κπ. να ξοδέψει πολλά για χάρη μου, τον βάζω σε πολλά έξοδα: Kαταξοδεύτηκε για να μας περιποιηθεί. Tον καταξοδέψαμε τον άνθρωπο. || (παθ.) ξοδεύω πάρα πολλά χρήματα για ικανοποίηση δικών μου αναγκών: Kαταξοδευτήκαμε για να διορθώσουμε το σπίτι. || (ειρ.): Kοίτα τι δώρο μας έφερε. Kαταξοδεύτηκε!

[κατα- ξοδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες