Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταξιώνω [kataksióno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. άξιο για την αναγνώριση, την εκτίμηση και το σεβασμό του κόσμου: H κοινωνική δράση του τον έχει καταξιώσει στη συνείδηση όλων μας. Επιστήμονας καταξιωμένος στο χώρο του.
[λόγ. < ελνστ. καταξι(ῶ) `τιμώ΄ -ώνω (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταξιώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Παρέχω τη δυνατότητα:
- με κατηξίωσας … να δω την θυγατέρα (Διγ. O 517).
- 2) Θεωρώ ή καθιστώ κάπ. άξιο για κ.:
- εάν με καταξιώνητε να μ’ έχετε γαμπρόν σας (Διγ. Z 495)·
- στων δικαίων την χαράν να μας καταξιώσει (Διακρούσ. 11718).
- 1) Παρέχω τη δυνατότητα:
- II. (Μέσ.) γίνομαι άξιος:
- εκατηξιώθηκεν να κάμει παλληκάρι (Διγ. O 1274).
[αρχ. καταξιόω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.