Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταξίωση η [kataksíosi] Ο33 : η ενέργεια του καταξιώνω, γενική αναγνώριση της αξίας κάποιου: H καταξίωσή του ως ηθοποιού ήρθε, όταν έπαιξε ρόλους κλασικού ρεπερτορίου.
[λόγ. < ελνστ. καταξίω(σις) `υψηλή εκτίμηση΄ -ση κατά τη σημ. της λ. καταξιώνω]