Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταντροπιάζω [katadropxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. να αισθανθεί πολύ μεγάλη ντροπή για τη δική του συμπεριφορά ή με τη συμπεριφορά μου του προκαλώ την ντροπή: Tον καταντρόπιασε με όσα του είπε, μπροστά σε τόσον κόσμο. Mε τη διαγωγή σου καταντρόπιασες όλη την οικογένειά σου. Δεν είχε μελετήσει και καταντροπιάστηκε, όταν τον μάλωσε ο δάσκαλος. Οι εισβολείς ηττήθηκαν και υποχώρησαν καταντροπιασμένοι.
[κατα- ντροπιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταντροπιάζω.
-
- Ντροπιάζω κάπ. υπερβολικά:
- (Διγ. Άνδρ. 3842).
[<πρόθ. κατά + ντροπιάζω. Η λ. και σήμ.]
- Ντροπιάζω κάπ. υπερβολικά: