Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατανταίνω· καταντήνω.
-
- 1) Μεταβάλλομαι:
- σε στάκτη κατανταίνει (ενν. μία θύμησις) (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [56]).
- 2) Φτάνω:
- εις γέρα κατανταίνεις (Ριμ. κόρ. 674).
[<καταντώ κατά τα σχ. βαστώ - βασταίνω, αρρωστώ - αρρωσταίνω, κτλ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]
- 1) Μεταβάλλομαι: