Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταντίζω.
-
- 1) Φθάνω (σε τόπο), προσεγγίζω:
- (Θησ. (Foll.) I 13).
- 2) Περιέρχομαι σε δύσκολη θέση, ξεπέφτω:
- (αυτ. I 14).
[<αόρ. του καταντώ. Η λ. στο Somav.]
- 1) Φθάνω (σε τόπο), προσεγγίζω: