Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατανοητός -ή -ό [katanoitós] Ε1 : που μπορεί να τον κατανοήσει, να τον καταλάβει κάποιος. ANT ακατανόητος: H λύση του προβλήματος δεν έγινε κατανοητή από τους μαθητές. Είναι κατανοητή και δικαιολογημένη η δυσπιστία σου. Ήμουνα πολύ σαφής και πιστεύω ότι έγινα ~. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει σκληρή εργασία.
κατανοητά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κατανοη- (κατανοώ) -τός μτφρδ. γαλλ. compréhensible]