Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταναλωτισμός ο [katanalotizmós] Ο17 : η τάση που χαρακτηρίζει τους πολίτες της καταναλωτικής κοινωνίας, να αυξάνουν συνεχώς την κατανάλωση αγαθών για να ικανοποιούν πλασματικές ανάγκες.
[λόγ. καταναλωτ(ής) -ισμός μτφρδ. αγγλ. consumerism]