Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταναλωτικός -ή -ό [katanalotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κατανάλωση: ~ συνεταιρισμός, που ασχολείται με την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών για τα μέλη του. Kαταναλωτικό κοινό, το σύνολο των καταναλωτών. Έρευνα για τις καταναλωτικές προτιμήσεις του κοινού. Kαταναλωτική κοινωνία, τύπος κοινωνίας, στα βιομηχανικά προηγμένα κράτη, στην οποία δημιουργούνται μέσο της διαφήμισης πλασματικές ανάγκες και έτσι οι πολίτες ωθούνται στην όλο και μεγαλύτερη κατανάλωση οικονομικών αγαθών. Στη διαφήμιση η γυναίκα παρουσιάζεται συχνά σαν καταναλωτικό είδος. Kαταναλωτική μανία. || που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: Kαταναλωτικά αγαθά.
[λόγ. < ελνστ. καταναλωτικός `που ξοδεύει΄ κατά τις σημ. της λ. κατανάλωση]