Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταναγκαστικός -ή -ό [katanaŋgastikós] Ε1 : 1. που γίνεται με καταναγκασμό, με άσκηση πολύ μεγάλης πίεσης ή και βίας: Kαταναγκαστικά έργα, σε παλαιότερες εποχές, ποινή με την οποία υποχρέωναν τους καταδίκους να δουλεύουν αλυσόδετοι σε λατομεία, σε κατασκευές τεχνικών έργων και σε άλλες βαριές δουλειές, και μτφ., πολύ δυσάρεστη και κοπιαστική ασχολία: Tο σχολείο το θεωρεί καταναγκαστικά έργα. 2. που χρησιμοποιείται για καταναγκασμό ή που ασκεί καταναγκασμό: Προσπαθεί να επιβληθεί με καταναγκαστικά μέσα. || (ως ουσ., ψυχιατρ.) τα καταναγκαστικά, πράξεις ή κινήσεις με τις οποίες εκδηλώνεται ο καταναγκασμός.
καταναγκαστικά ΕΠIΡΡ χωρίς τη θέλησή μου και ύστερα από μεγάλη πίεση: Δεν τον ενδιαφέρει αυτή η δουλειά, την κάνει ~. [λόγ. < ελνστ. καταναγαστικός `υποχρεωτικός΄ & σημδ. γαλλ. coercitif, forcé]