Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταναγκασμός ο [katanaŋgazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταναγκάζω, άσκηση πολύ μεγάλης πίεσης ή και βίας για να υποχρεωθεί κάποιος να κάνει κτ.: Δεν υπέγραψε με τη θέλησή του αλλά με καταναγκασμό. Ο ~ είναι η χειρότερη παιδαγωγική μέθοδος. || (ψυχιατρ.) ανεξέλεγκτη και επίμονη επανάληψη ορισμένων πράξεων ή κινή σεων.
[λόγ. καταναγκασ- (καταναγκάζω) -μός & σημδ. γαλλ. contrainte]