Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταναγκάζω [katanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω κπ. να κάνει κτ., με πολύ πιεστικό τρόπο ή και με χρήση βίας· εξαναγκάζω: Δεν μπορείς να με καταναγκάσεις να σε ακολουθήσω.
[λόγ. < αρχ. καταναγκάζω]