Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατανέμω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατανέμω [katanémo] -ομαι Ρ αόρ. κατένειμα, απαρέμφ. κατανείμει, παθ. αόρ. κατανεμήθηκα, απαρέμφ. κατανεμηθεί, μππ. κατανεμημένος* : 1. διαμοιράζω κτ. με ακρίβεια, με μεθοδικό τρόπο ή και με τη χρήση τεχνικών μέσων: Tα χρήματα κατανεμήθηκαν μεταξύ των δικαιούχων. ~ το ποσό του δανείου σε έξι ετήσιες δόσεις. H διδακτέα ύλη θα κατανεμηθεί σε δύο εξάμηνα. ~ καθήκοντα και ευθύνες. 2. χωρίζω ένα σύνολο ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων σε ομάδες ή σε μέρη και τα εγκαθιστώ ή τα τοποθετώ σε καθορισμένο χώρο: Ο στρατηγός κατένειμε τους άνδρες και τα άρματα σε επίκαιρες θέσεις.

[λόγ. < αρχ. κατανέμω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες