Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμετρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμετρώ [katametró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : (τεχν.) μετρώ κτ. (μήκος, εμβαδόν, όγκο, αριθμό κτλ.) με ακρίβεια, συνήθ. με τη βοήθεια ειδικών οργάνων ή μεθόδων: Tοπογράφοι καταμέτρη σαν τα οικόπεδα / τις δημόσιες εκτάσεις. Οι ψήφοι δεν καταμετρήθηκαν ακόμη.

[λόγ. < αρχ. καταμετρῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
καταμετρώ.
  • Μετρώ κ. με ακρίβεια:
    • (Βίος Αλ. 3577).

[αρχ. καταμετρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες