Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμήνιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμήνιος -α -ο [katamínios] Ε6 : (λόγ.) έμμηνος, κυρίως στην έκφραση ~ κύκλος, ο κύκλος της εμμηνορρυσίας. || (ως ουσ., παρωχ.) τα καταμήνια, η έμμηνη ρύση, η περίοδος των γυναικών.

[λόγ. < ελνστ. καταμήνιος `μηνιαίος΄, αρχ. τά καταμήνια `έμμηνα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες