Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταμέτρηση η [katamétrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταμετρώ, ακριβής μέτρηση, συνήθ. με τη βοήθεια ειδικών οργάνων ή μεθόδων: Έγινε ~ του διαμερίσματος, του εμβαδού του. ~ της χωρητικότητας του πλοίου. Σήμερα ολοκληρώνεται η ~ των ψήφων. Θα γίνει ~ των δελτίων του ΠΡΟΠΟ.
[λόγ. < ελνστ. καταμέτρη(σις) -ση]