Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλυτικός -ή -ό [katalitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον καταλύτη1 ή την κατάλυση 2. α. που προκαλεί κατάλυση 2: H καταλυτική δράση μιας ουσίας. β. Kαταλυτική τεχνολογία, που έχει σχέση με τη χρήση καταλύτη. Kαταλυτικά αυτοκίνητα, στα οποία έχει τοποθετηθεί καταλύτης. 2α. (μτφ.) που λειτουργεί ως καταλύτης2, που επιταχύνει καθοριστικές εξελίξεις: Οι ανακατατάξεις στο κυβερνών κόμμα είχαν καταλυτική επίδρα ση / έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στα εσωτερικά και των άλλων κομμάτων. β. για κτ. που δρα καταστρεπτικά: H καταλυτική φλόγα.
καταλυτικά ΕΠIΡΡ: H ρωσική επανάσταση του 1917 έδρασε ~ στη διαμόρφωση της ανατολικής Ευρώπης. [λόγ.: 1: αγγλ. catalytic ή γαλλ. catalytique < ελνστ. καταλυτικός `ικανός να διαλύσει΄· 2: κατά τη σημ. του καταλύτης2]