Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλογισμός ο [katalojizmós] Ο17 : η ενέργεια του καταλογίζω. 1. κρίση με την οποία αποδίδεται σε κπ. ενέργεια ή συμπεριφορά ποινικά κολάσιμη ή επιλήψιμη: Θα γίνει ~ ευθυνών, ώστε να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι. Δεν μπορεί να του γίνει ~ των πράξεών του, γιατί έχει το ακαταλόγιστο. || (νομ.) ικανότητα για καταλογισμό, η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του και να μπορεί να τις ελέγχει: Οι ψυχοπαθείς / οι διανοητικά ανάπηροι έχουν ελαττωμένη / δεν έχουν ικανότητα για καταλογισμό. 2. χρέωση, υπολογισμός ενός ποσού σε βάρος κάποιου: Έγινε ~ του ελλείμματος στον ταμία.
[λόγ. < ελνστ. καταλογισμός `υπολογισμός΄ κατά τις σημ. της λ. καταλογίζω]