Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταληπτός -ή -ό [kataliptós] Ε1 : για κτ. ή για κπ. που γίνεται κατανοη τός, που μπορεί κάποιος εύκολα να τον καταλάβει. ANT ακατάληπτος: Οι σύνθετες έννοιες δεν είναι καταληπτές από τα μικρά παιδιά. Έγινε καταληπτό αυτό που θέλω να πω; Όταν διδάσκει δε γίνεται ~ από τους φοιτητές του.
καταληπτά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. καταληπτός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να επιτευχθεί΄]