Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλείπω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταλείπω [katalípo] -ομαι Ρ αόρ. κατέλιπα (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αφήνω, κληροδοτώ κτ.

[λόγ. < αρχ. καταλείπω]

[Λεξικό Κριαρά]
καταλείπω.
  • 1) Εγκαταλείπω:
    • έφυγον καταλείψαντες ημίπνουν τον Δαρείον (Βίος Αλ. 3874).
  • 2) Παραλείπω:
    • Ει δ’ ίσως έχει τίποτ’ ουν αχρήσιμον το γράμμα, τούτο συ κατάλειπε ως νουνεχής (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 55).
  • 3) Παύω, σταματώ:
    • κατάλιπε τον πόλεμον και ποίησον αγάπην (Διγ. Gr. 2610).
  • 4) Αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ:
    • Ετελεύτησε δε και ο κυρ Μανουήλ ο Παλαιολόγος καταλείψας την βασιλείαν προς τον υιόν αυτού (Έκθ. χρον. 41).
  • 5)
    • α) Αφήνω κάπ. αντικαταστάτη μου:
      • διέβη ο βασιλεύς κυρ Ιωάννης εις την Ιταλίαν … καταλείψας αυτόν (ενν. τον αδελφόν αυτού) εις την Πόλιν αντ’ αυτού (Σφρ., Χρον. 2415
    • β) επιτρέπω σε κάπ. να …:
      • τους άλλους δε κατέλιπον … μένειν … εις τας αυτών πόλεις (Βίος Αλ. 2511).
  • 6) Εμπιστεύομαι:
    • πάσας … καταλείψασα εις την υποταγήν της μητρός μου αδελφής (Σφρ., Χρον. 5217).
  • 7) (Με αντικ. λ. που δηλώνει κ. δυσάρεστο) προξενώ:
    • ετελεύτησε και η βασιλίς Άννα μέγα πένθος καταλιπούσα τοις Πολίταις (Δούκ. 1353).

[αρχ. καταλείπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες