Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταλαλώ.
-
- Φλυαρώ εναντίον κάπ., κακολογώ, συκοφαντώ:
- καταλαλούν, σουρεύουν τον, λέγουν κακά δι’ εκείνον (Σαχλ. B´ P 116).
[αρχ. καταλαλέω. Η λ. και σήμ. κρητ. και κυπρ.]
- Φλυαρώ εναντίον κάπ., κακολογώ, συκοφαντώ: