Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταλαγιάζω [katalajázo] Ρ2.1α μππ. καταλαγιασμένος : α. για κτ. που χάνει την έντασή του: Kαταλάγιασε ο θόρυβος. H φουρτούνα / η οργή του άρχισε να καταλαγιάζει. β. απαλλάσσομαι από την ψυχική ένταση· ηρεμώ: Άφησέ τον να καταλαγιάσει. || κάνω κτ. ή κπ. να ησυχάσει, να ηρεμήσει: Προσπάθησε να καταλαγιάσει την έξαψη του πλήθους.
[μσν. καταλαγιάζω < καταλλαγ(ή) -ιάζω (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταλαγιάζω,
- βλ. καταλλαγιάζω.