Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακόκκινος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κατακόκκινος, επίθ.
  • Πολύ κόκκινος:
    • χείλη κατακόκκινα (Πανώρ. Α´ 80).

[<πρόθ. κατά + επίθ. κόκκινος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακόκκινος -η -ο [katakókinos] Ε5 : που είναι εντελώς κόκκινος. α. για κτ. που έχει έντονο κόκκινο χρώμα ή που είναι μόνο κόκκινο, χωρίς το συνδυασμό και άλλων χρωμάτων: Έβαψε τα χείλη της κατακόκκινα. Ο ήλιος όταν δύει γίνεται ~. H φούστα είναι κατακόκκινη κι η μπλούζα ρι γέ. β. για κπ. που το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο: Έγινε ~ από θυμό / από την ντροπή / από τη ζέστη.

[μσν. κατακόκκινος < κατα- κόκκινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες