Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακρεουργώ [katakreurγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. σφάζω κπ. κόβοντας το σώμα του σε κομμάτια· κατασφάζω: Tον κατακρεούργησαν με τσεκούρι. Tο πτώμα βρέθηκε φρικτά κατακρεουργημένο. || Kατακρεούργησαν το δάσος, έκοψαν πάρα πολλά δέντρα και το κατέστρεψαν. 2. (μτφ.) α. κάνω μεγάλες περικοπές σε κείμενο, σε κινηματογραφική ταινία κτλ.· πετσοκόβω2β: H λογοκρισία κατακρεούργησε το κύριο άρθρο της εφημερίδας. β. (ειρ.) για να δηλώσουμε κακή εκτέλεση ή παρουσίαση ενός έργου, που οφείλεται σε έλλειψη ικανότητας ή γνώσης· σκοτώνω2β: Tο κατακρε ούργησε το ποίημα, το απάγγειλε πολύ άτεχνα. Ο μεταφραστής το κατα κρεούργησε το μυθιστόρημα.
[λόγ.: 1: αρχ. κατακρεουργῶ· 2: σημδ. γαλλ. massacrer ή αγγλ. butcher]