Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακρατώ [katakrató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (νομ.) α. στερώ από κπ. τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα με την επιβολή περιοριστικών μέτρων, χωρίς ο νόμος να μου δίνει αυτό το δικαίωμα. β. κρατώ στην κατοχή μου παράνομα κτ. που δε μου ανήκει: Ο υπάλληλος κατηγορείται ότι κατακράτησε υπηρεσιακά έγγραφα. 2. (επιστ.) για κτ. που συγκρατεί κάποιες ουσίες και δεν τις αποβάλλει: Tο έδαφος κατακρατεί τα μεταλλικά άλατα του νερού.
[λόγ. < αρχ. κατακρατῶ `επικρατώ΄ σημδ. 1α: γαλλ. détenir· 1β, 2: γαλλ. retenir]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατακρατώ.
-
- 1)
- α) Εξουσιάζω:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 985)·
- β) (προκ. για αισθήματα) κυριαρχώ, κατακτώ, καταλαμβάνω:
- πόθος εκατεκράτησεν αγόρου την ψυχήν μου (Λίβ. Sc. 2031)·
- γ) καταβάλλω, νικώ:
- (Αχιλλ. N 1372).
- α) Εξουσιάζω:
- 2)
- α) Συλλαμβάνω:
- τούτον κατεκράτησαν οι βίγλες της ωραίας και δένουσι τα χέρια του (Βέλθ. 872)·
- β) (επιτ. σημασ.) βαστώ:
- (Λίβ. N 1589)·
- γ) (μεταφ.) φυλακίζω:
- αρτίως δε υπό μικρού κατακρατείται τάφου (Διγ. Gr. 3632).
- α) Συλλαμβάνω:
- 3)
- α) Συγκρατώ:
- κατακρατεί την οργήν (Σοφιαν., Παιδαγ. 110)·
- β) (μέσ.) εμποδίζομαι:
- η φωνή του λόγου μου τώρα κατακρατήθη (Αχιλλ. O 740).
- α) Συγκρατώ:
- 4) Κρατώ κ. στο νου μου, θυμάμαι:
- τίποτα ουκ ελησμόνησα, όλα κατακρατώ τα (Πόλ. Τρωάδ. 2702).
[αρχ. κατακρατέω. Η λ. και σήμ.]
- 1)