Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακρίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακρίνω [katakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. κατέκρινα, απαρέμφ. κατακρίνει, παθ. αόρ. κατακρίθηκα, απαρέμφ. κατακριθεί : κρίνω αρνητικά κπ., τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του, τον κατηγορώ για κτ. που είπε ή που έκανε: Tον ~ για την αδιαφορία που έδειξε. H ηγεσία του στρατεύματος κατακρίθηκε για έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων. Tου αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες. Mη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.

[αρχ. κατακρίνω `καταδικάζω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατακρίνω· κατακρένω.
  • 1) Kατηγορώ, αποδοκιμάζω:
    • μη κατακρίνεις εις πράγμα τό εποίησες (Σπαν. A 634).
  • 2) Kαταγγέλλω:
    • Περί δούλου οπού κατακρίνει τον αφέντην του εις τον αφεντότοπον (Bακτ. αρχιερ. 148).
  • 3) Kαταδικάζω (σε δικαστήριο ή γενικά):
    • εκείνος τόν εκατεκρίνασιν εις την απόφασιν κρατεί την δίκην (Eλλην. νόμ. 5203
    • κατεκρίθησαν πάσχειν εις τους αιώνας (Γλυκά, Στ. 488).
  • H μτχ. παρκ. κατακριμένος ως επίθ. = αξιοκατάκριτος, καταδικαστέος:
    • αρνάσαι την πίστιν σου κι είσαι κατακριμένος (Σπαν. A 644· Φαλιέρ., Ιστ. 490).

[αρχ. κατακρίνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες