Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατακουρασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος:
- τα μέλη σου τα κατακουρασμένα να τ’ αναπάψεις ημπορείς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [50]).
[<πρόθ. κατά + μτχ. παρκ. του κουράζομαι. Η λ. και σήμ.]
- Πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος: