Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακλυσμιαίος -α -ο [kataklizmiéos] Ε4 : που αναφέρεται στον κατακλυσμό ή που έχει τη μορφή κατακλυσμού, κυρίως ως χαρακτηρισμός καταρρακτώδους βροχής: Kατακλυσμιαίες βροχές προκάλεσαν μεγάλες πλημμύρες.
[λόγ. κατακλυσμ(ός) -ιαίος απόδ. γαλλ. diluvien]