Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακλείδα η [kataklíδa] Ο26 : I1. το τελευταίο μέρος γραπτού ή προφορικού λόγου, που συνήθ. περιλαμβάνει τη συνόψιση και τα συμπεράσματα. (λόγ. έκφρ.) εν κατακλείδι, τελειώνοντας: Kαι εν κατακλείδι θα ήθελα να πω
2. (μουσ.) σύντομη μουσική φράση με την οποία τελειώνει ένα κομμάτι. II. εξάρτημα που εμποδίζει την κίνηση τροχού.
[λόγ. < ελνστ. κατακλείς, αιτ. -είδα]