Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακεραυνώνω [katakeravnóno] -ομαι Ρ1 : 1. κεραυνοβολώ: Ο Δίας κατακεραύνωσε τους Tιτάνες. 2. (μτφ.) με τα αυστηρά και επιτιμητικά λόγια ή με τη συμπεριφορά μου, φέρνω κπ. σε τόσο δυσάρεστη θέση, ώστε να μείνει άφωνος και ανίκανος να αντιδράσει: Όταν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ, εκείνος με κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. Tον κατακεραύνωσε με μια αποστομωτική απάντηση.
[λόγ.: 1: ελνστ. κατακεραυν(ῶ) -ώνω· 2: σημδ. γαλλ. foudroyer]