Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακαλόκαιρο το [katakalókero] Ο41 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) τα μέσα του καλοκαιριού, που είναι κατά κανόνα και η πιο ζεστή περίοδος: Θα φύγουμε από την πόλη πριν μας πιάσει / βρει το ~. Tι κακοκαιρία είναι αυτή μέσα στο ~; || (ως επίρρ.): Mπορώ να δουλέψω ~;
[κατα- καλοκαίρ(ι) -ο]