Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακέφαλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατακέφαλα [katakéfala] επίρρ. : (οικ.) α. για να δηλώσουμε ότι κτ. πέφτει ακριβώς επάνω στο κεφάλι: Tου έδωσε μια ~. Tου ήρθε μια πέτρα ~. || (μτφ.): Tον χτύπησε η τρέλα / ο έρωτας ~, για να δηλώσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης. (έκφρ.) του ήρθε ~, για αναπάντεχο κακό: Δεν την περίμενε αυτή τη συμπεριφορά, του ήρθε ~. β. για στάση του σώματος με το κεφάλι μπροστά ή προς τα κάτω: Xτύπησε στον τοίχο ~. Έπεσε ~.

[φρ. κατά κεφάλ(ι) επίρρ. (πρβ. ελνστ. κατακέφαλα `με το κεφάλι προς τα κάτω΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατακέφαλα, επίρρ.
  • 1) Στο κεφάλι:
    • εθυμώθην και έδωκέν του κατακέφαλα (Μαχ. 65825).
  • 2) Mε το κεφάλι προς τα κάτω:
    • Επέφταν κατακέφαλα στου δράκοντος την πόση (Τζαμπλάκ. 65).

[μτγν. επίρρ. κατακέφαλα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες