Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακάθι το [katakáθi] Ο44 : 1. ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα ενός δοχείου που περιέχει υγρό με διαλυμένες μέσα σ΄ αυτό στερεές ουσίες· (πρβ. ίζημα): Ο ελληνικός καφές αφήνει πολύ ~, ντελβέ. H μούργα είναι το ~ του λαδιού. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος χυδαίος, τιποτένιος· απόβρασμα: Σε αυτά τα καταγώγια μαζεύονται όλα τα κατακάθια της κοινωνίας. β. ό,τι μένει στην ψυχή του ανθρώπου ιδίως ύστερα από δυσάρεστες εμπειρίες· καταστάλαγμα: Έμεινε μέσα του το ~ της πίκρας.
[κατακαθ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακάθισμα το [katakáθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατακάθομαι. 1α. καταστάλαγμα: Tο ~ της μούργας. || κατακάθι. β. πτώ ση αιωρούμενων σωματιδίων επάνω σε μια επιφάνεια: Tο ~ της σκόνης. γ. καθίζηση, βούλιαγμα: Tο ~ του τοίχου / του στρώματος. 2. (μτφ.) καταλάγιασμα.
[κατακαθισ- (κατακαθίζω) -μα]