Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταιγίδα η [katejíδa] Ο26 : 1. ατμοσφαιρικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από αστραπές, κεραυνούς, ισχυρούς ανέμους και ραγδαία βροχή ή χαλάζι: Ξέσπασε ~. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ δυσάρεστο που φέρνει μεγάλη αναστάτωση: Στη ζωή του αντιμετώπισε μπόρες και καταιγίδες, πολύ μεγάλες δυσκολίες. H ~ του πολέμου πλησιάζει. Aυτός ο άνθρωπος πέρασε από τη ζωή της σαν ~ που σάρωσε τα πάντα.
[λόγ. < αρχ. καταιγίς, αιτ. -ίδα]