Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταθέτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταθέτω [kataθéto] -ομαι, κατατίθεμαι [katatíθeme] Ρ αόρ. κατέθεσα και κατάθεσα, απαρέμφ. καταθέσει, παθ. κατατίθεμαι, κατατίθεσαι, κατατίθεται, κατατιθέμεθα, κατατίθεστε, κατατίθενται, και (προφ.) καταθέτομαι, αόρ. κατατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατετέθη, κατετέθησαν, απαρέμφ. κατατεθεί, μππ. κατατεθειμένος* : 1α. παραδίδω κτ., κυρίως έγγραφο, σε δημόσια αρχή: Kατέθεσε στο υπουργείο αίτηση για διορισμό, υποβάλλω. Θα καταθέσω αγωγή για αποζημίωση / μήνυση στον εισαγγελέα. Aύριο κατατίθεται στη βουλή το νομοσχέδιο για την παιδεία. ~ ένα εμπορικό σήμα, στην αρμόδια υπηρεσία για να εξασφαλίσω την αποκλειστικότητα· (βλ. σήμα κατατεθέν). β. παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη, τοκισμό και μελλοντική επιστροφή τους: Kάθε μήνα καταθέτει ένα μέρος του μισθού του στην τράπεζα. Kατέθεσα στο λογαριασμό του / στο όνομά του εκατό χιλιάδες. || Kατέθεσε στη μνήμη του φίλου του δέκα χιλιάδες στο ταμείο φιλανθρωπικού ιδρύματος. 2. δίνω πληροφορίες, κυρίως ένορκες, σε δικαστική, αστυνομική ή διοικητική αρχή: Ο μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του ανακρι τή. Στη δίκη προσήλθε αυτόπτης μάρτυρας, για να καταθέσει υπέρ του κατηγορουμένου. Kατατέθηκαν πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του. || (μτφ.): ~ τη μαρτυρία μου, διατυπώνω γραπτά ή προφορικά την προσωπική μου εμπειρία, που αφορά κάποιο θέμα γενικού ενδιαφέροντος. 3. (κυρ. σε εκφράσεις) α. τοποθετώ με επισημότητα κτ. κάπου: Οι μαθητές μετά την παρέλαση κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο των ηρώων. Ο υπουργός κατέθεσε το θεμέλιο λίθο του νέου νοσοκομείου, σε επίσημη θεμελίωση κτίσματος. β. σταματώ ένα έργο ή μια προσπάθεια που έχω αναλάβει: Ο εντολοδόχος πρωθυπουργός, μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβερνήσεως, κατέθεσε την εντολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. ~ τα όπλα, σταματώ τον πόλεμο ή τη μάχη, γιατί αδυνατώ να συνεχίσω και μτφ. εγκαταλείπω μια δύσκολη προσπάθεια: Συνάντησε πολλές δυσκολίες στη ζωή του, ποτέ όμως δεν κατέθεσε τα όπλα. || επιστρέφω κτ. που μου έχει απονεμηθεί: Οι μηχανικοί θα καταθέσουν τα διπλώματά τους, σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

[λόγ. < αρχ. κατατίθημι, κατατίθεμαι `τοποθετώ κάτω, αποθέτω, πληρώνω΄, ελνστ.: `δίνω μαρτυρία΄ & σημδ. γαλλ. déposer (μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταθέτω.
  • 1)
    • α) Αφήνω κάπ. κάτω:
      • (Λίβ. Esc. 2345
    • β) ρίχνω κάπ. κάτω (νεκρό):
      • τους Τούρκους εκατέθεκεν στην γην εξηπλωμένους (Παρασπ., Βάρν. C 260).
  • 2) (Προκ. για νεκρό) ενταφιάζω:
    • κιβώτιον αργυρότατον … ποιήσας εκατέθηκε τον ευγενή πατέρα (Διγ. Z 4101).
  • 3) Διατυπώνω, εκφράζω κ. σωστά:
    • ο νους μου εδιαλογίζετον πώς να το καταθέσω (Ερωτοπ. 335).

[<αρχ. κατατίθημι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες