Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδύομαι [kataδíome] Ρ9β : βυθίζομαι στο νερό (σε θάλασσα, λίμνη κτλ.), με προγραμματισμένες κινήσεις ή χειρισμούς, κατεβαίνω σε βάθος κάτω από την επιφάνεια του νερού. ANT αναδύομαι: Οι δύτες καταδύονται σε βάθος πολλών μέτρων, βουτούν. Tο υποβρύχιο καταδύθηκε.
[λόγ. < αρχ. καταδύομαι]