Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταδότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταδότης ο [kataδótis] Ο10 θηλ. καταδότρια η [kataδótria] Ο27 & (λαϊκότρ.) καταδότρα [kataδótra] Ο25α : αυτός που καταδίδει κπ. ή κτ., που κάνει μια μυστική καταγγελία, κινούμενος από ιδιοτελή και ταπεινά κίνητρα.

[λόγ. < μσν. καταδότης < κατα(δίδω) -δότης· λόγ. καταδό(της) -τρια· καταδό(της) -τρα]

[Λεξικό Κριαρά]
καταδότης ο.
  • Προδότης, «σπιούνος»:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4768).

[<αόρ. του καταδίδω + κατάλ. της. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες