Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταδυνάστευση η [kataδinástefsi] Ο33 : η ενέργεια του καταδυναστεύω· καταπίεση: Οι έγχρωμες φυλές έχουν υποστεί την ~ των λευκών αποίκων.
[λόγ. καταδυναστεύ(ω) -σις > -ση]